Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τύχἀγαθηι — τύχἀγαθῇ , τύχη act indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυκαγαθάι — θυκἀγαθᾱι (Α) (σε επιγρ. Κρήτης) διαλ. κρητ. τ. τού τυχάγαθῇ, τύχη ἀγαθῇ … Dictionary of Greek